- κλήρα
- η (Μ κλήρα)κληρονόμος, τέκνο, γόνος, γενιά (α. «εχύνονταν με ακράτητη ορμή... να σώσουν μια τους κλήρα και παρηγοριά», Καρκαβ.β. «καταραμένη κλήρα»)νεοελλ.1. μοίρα, τύχη, ριζικό («δεν έχει στον κόσμο κλήρα»)2. εθνότητα («η ρωμέικη κλήρα»)μσν.1. κληρονομιά, μερίδιο κληρονομιάς2. η τάξη τών ευγενών, η αριστοκρατία3. ο κλήρος, το ιερατείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος (με αλλαγή γένους) ή < κληρονομῶ, υποχωρητικά].
Dictionary of Greek. 2013.